πτηνοπώλης

πτηνοπώλης
ο, Ν
αυτός που πουλάει πτηνά, ιδίως ωδικά και εξωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + -πώλης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • πτηνοπωλείο — το, Ν [πτηνοπώλης] κατάστημα πώλησης πτηνών, ιδίως ωδικών και εξωτικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”